- φλογοθυρίδα
- η(ναυτ.), στεγανή πόρτα του πύργου των πυροβόλων, που απομονώνει την πυριτιδαποθήκη από φλόγες πυρκαγιάς ή έκρηξης οβίδας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλογοθυρίδα — η, Ν ναυτ. στεγανή θύρα τού πύργου τών πυροβόλων με την οποία απομονώνεται η πυριτιδαποθήκη σε περίπτωση έκρηξης οβίδας ή πυρκαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + θυρίδα] … Dictionary of Greek